ετεροειδογενής

ετεροειδογενής
-ές
(για ημίονο και ορισμένα φυτά) αυτός που γίνεται από ετεροειδείς, ο ετερόγονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροειδής + -γενής (< γένος). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Μπάμπη Άννινο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”